κοιμώμενος

κοιμώμενος
asleep

Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary). 2015.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κοιμώμενος — κοιμάω lull pres part mp masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • CAMAE seu potius CAMEUNAE — CAMAE, seu potius CAMEUNAE Graecis dictae sunt strata humilia et lectuli humo propiores, quod homines veluti καμαὶ humi iacerent. Hesych. χαμεύνη ςτιβὰς, καὶ ἡ ταπεινὴ κλινὶς: καὶ χαμεύνης ὁ χαμὰι κοιμώμενος, Chameuna torus est et Humilis lectus… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • CANIS — I. CANIS Arabiae Felicis fluv. Ptol. II. CANIS Ordo equestris a Buchardo IV. ex Montmorantia famil. primo Galliae Barone, institutus; qui pace cum Philippo I. vel Ludov. fil. eius potius, a quo arce quâdam exutus erat, quod Adrianum Abbatem S.… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • χαμερπής — ές, ΝΜΑ 1. αυτός που έρπει, που σέρνεται καταγής 2. μτφ. (για πρόσ.) τιποτένιος, ποταπός, μικροπρεπής αρχ. 1. (κατά τον Ησύχ.) «γεωργός, ὁ ἐν τῇ γῇ κοιμώμενος» 2. μτφ. (για πράγμ.) α) ασήμαντος β) εκκλ. εγκόσμιος. επίρρ... χαμερπώς / χαμερπῶς ΝΜΑ …   Dictionary of Greek

  • χαμόκοιτος — Α (κατά τον Ησύχ.) «ὁ εἰς τὴν γῆν κοιμώμενος»· [ΕΤΥΜΟΛ. < χαμ(αι) * + συνδετικό φωνήεν ο + κοιτος (< κοίτη), πρβλ. κατάκοιτος] …   Dictionary of Greek

  • Στσεντρίν — Όνομα τριών Ρώσων καλλιτεχνών. 1. Σεμιόν Φιοντόροβιτς. Ζωγράφος τοπιογράφος (1745 1804). Σπούδασε στην Ακαδημία Καλών Τεχνών της Πετρούπολης και στην Ιταλία. Τα τοπία του είναι διαποτισμένα με λεπτή ευαισθησία μπροστά στην ομορφιά της φύσης,… …   Dictionary of Greek

  • ՀՈՄԱՆԻ — (նւոյ, նեաց.) NBH 2 0118 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 10c, 14c ա.գ. ἑραστής amasius, amator κοιμώμενος dormiens. Այր տռփեալ առ կին օտար. սեղեխ. վր. տռփիա՛լի. Տե՛ս Ես. ՟Ծ՟Է. 8: Երեմ. ՟Դ. 30: ՟Ի՟Բ. 20. 22: Եզեկ. ՟Ժ՟Զ. 32:… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”